αγγλομανής

αγγλομανής
-ές
1. αυτός που αγαπά ή θαυμάζει σε υπερβολικό βαθμό τους Άγγλους
2. αυτός που μιμείται τις συνήθειες τών Άγγλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγγλος + -μανής < μαίνομαι].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αγγλομανής — ής, ές εκείνος που υπερβολικά θαυμάζει τους Άγγλους ή τους μιμείται· αφηρημ. ουσ. αγγλομανία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγλομανία — η [αγγλομανής] ο υπερβολικός θαυμασμός για καθετί αγγλικό (τη χώρα και τους κατοίκους της, τη γλώσσα, τα ήθη, τα έθιμα και, γενικότερα, τον πολιτισμό τους), καθώς και η απομίμησή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”